- σκωπτικῶς
- σκωπτικόςgiven to mockeryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά … Dictionary of Greek
ενδεκάκλινος — ἑνδεκάκλινος, ον (Α) (σκωπτικώς) αυτός που έχει τόσο μεγάλο κεφάλι ώστε χρειάζεται ένδεκα ανάκλιντρα για να ξαπλώσει … Dictionary of Greek
εντριτωνίζω — ἐντριτωνίζω (Α) (σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν») … Dictionary of Greek
καταμιμούμαι — καταμιμοῡμαι, έομαι (Α) 1. μιμούμαι κάτι ή κάποιον σκωπτικώς 2. γελοιοποιώ … Dictionary of Greek
μακροπτύστης — μακροπτύστης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που φτύνει σε μεγάλη απόσταση 2. σκωπτική ονομασία για άνθρωπο αλαζόνα, υπερφίαλο («καὶ τοῡτο ἐπὶ τῶν κούφως φερομένων καὶ ἀλαζόνων φησὶ τὸ μὴ εἰς τὸν κόλπον πτύειν, οὓς καὶ διὰ τοῡτο ἡ συνήθεια μακροπτύστας… … Dictionary of Greek
μανδραγόρα — και μανδραγούρα και μαντραγούρα, ἡ (Μ) 1. το φυτό μανδραγόρας 2. (σκωπτικώς) γυναίκα μάγισσα («συνήχθησαν... αἱ μανδραγοῡραι μάλιστα καὶ πρωτοκουρκουσοῡραι», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μανδραγόρας*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ομοίωμα — το (ΑΜ ὁμοίωμα) [ομοιώ] κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «ομοίωμα ανθρώπου» (σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες… … Dictionary of Greek